- απροσόμιλος
- ἀπροσόμιλος, -ον (Α) κ. -μίλητος, -ον (Μ) [προσομιλώ]ακοινώνητος, δύστροπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπροσόμιλον — ἀπροσόμῑλον , ἀπροσόμιλος unsociable masc/fem acc sg ἀπροσόμῑλον , ἀπροσόμιλος unsociable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek
ἀπροσόμιλα — ἀπροσόμῑλα , ἀπροσόμιλος unsociable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)